Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Κινδυνεύει με κατεδάφιση το ιστορικό κτίριο των αλευρόμυλων της Ρόδου μετά την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού για μη χαρακτηρισμό του ως μνημείου

Κείμενο προβληματισμού

Απώλειες αξιών

Η ημέρα του εορτασμού της εθνικής μας εορτής της 25ης Μαρτίου τελείωσε με την ολοσχερή παράδοση στις φλόγες του κτηρίου των αλευρόμυλων στην περιοχή Κόβα της πόλης της Ρόδου. Η παρούσα δημοσίευση δεν στοχεύει στην αναζήτηση των αιτιών που προκάλεσαν την πυρκαγιά, αλλά στην ανάλυση των απωλεσθέντων αξιών και στην πιθανή τύχη του μνημείου, αναφέροντας προηγουμένως ένα σύντομο χρονικό και τη σχετική νομοθεσία. Ωστόσο, αξίζει να σχολιαστεί εν συντομία ότι η σύμπτωση της πυρκαγιάς με την εθνικής μας εορτή και η ανεύρεση περισσοτέρων από μία εστιών φωτιάς στο κτήριο συντείνουν στο συμπέρασμα ότι η πυρκαγιά δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός.


Συνοπτικό χρονικό:

1926: Οριοθέτηση της βιομηχανικής ζώνης της πόλης της Ρόδου στην περιοχή Κόβα βάσει του ρυθμιστικού σχεδίου του Florestano di Fausto.

Ιούλιος 1938: Ίδρυση του συγκροτήματος της αλευροβιομηχανίας S.A.M.I.C.A. (Società Anonima Molitoria Industriale Commerci Affini) από τον Ιταλό επιχειρηματία Enrico Allioti στην περιοχή Κόβα. (οδός Αυστραλίας 76, περιοχή Κόβα, Κτηματολογικά στοιχεία: Τόμος 18 οικοδ. Ρόδου, Φύλλο 177, Μερίδα V-3091 και Φάκελος 4083 του Κτηματολογίου Ρόδου)

Ιουλίος 1947: Εξαγορά της αλευροβιομηχανίας S.A.M.I.C.A. από τον εφοπλιστή Επαμεινώνδα Σουλούνια.

Αρχές της δεκαετίας του ’90: Διακοπή λειτουργίας της αλευροβιομηχανίας.

Οκτώβριος 2001 : Γνωμοδότηση της ΕΠΑΕ για τη διατήρηση του «μύλου» (αρ. απόφασης : 280 /3-10-2001).

Φεβρουάριος 2006: Κατόπιν πλειστηριασμού από την εταιρεία «ΜΥΛΟΙ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ Ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ Α.Ε.», το βιομηχανικό συγκρότημα περιήλθε στην ιδιοκτησία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΠΡΙΑΔΗΣ FINANCE CAR ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ CAR Α.Ε.Β.Ε.» με την προθέση να μετατραπεί σε ξενοδοχειακή μονάδα.

Απρίλιος 2006: Εισήγηση της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δωδεκανήσου για τo χαρακτηρισμό του κεντρικού κτηρίου του βιομηχανικού συγκροτήματος ως Διατηρητέο Μνημείο με τον μηχανολογικό εξοπλισμό in situ.

Ιούλιος 2006: Κατεδάφιση των βοηθητικών κτηρίων και διενέργεια ανασκαφικών τομών στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο από την ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Ώρα 21:30, 25η Μαρτίου 2008: Εκδήλωση πυρκαγιάς στο εσωτερικό του κτηρίου σε διαφορετικές εστίες με ολέθριες επιπτώσεις στη στατική επάρκεια του κτηρίου και ολοκληρωτική καταστροφή του μηχανολογικού εξοπλισμού.

Η καταστροφή που υπέστη το κτήριο της αλευροβιομηχανίας αποτελεί βαθύ πλήγμα για τη νεότερη ιστορία της Δωδεκανήσου. Το κτήριο αυτό, νεώτερο μνημείο της βιομηχανικής κληρονομιάς, πρεσβεύει μια σειρά από αξίες. Κάποιες από αυτές τις έχει ήδη απολέσει μετά την πυρκαγιά, ενώ κάποιες άλλες ενδεχομένως να απολέσει ανάλογα με την απόφαση που θα παρθεί για την τύχη του. Ακολουθεί ανάλυση των αξιών των δύο αυτών κατηγοριών:



Αξίες:

Αισθητική αξία: Ψηλό επιβλητικό κτήριο με αυστηρή αρχιτεκτονική έκφραση δίπλα σε αδιατάρακτο φυσικό περιβάλλον. Υψηλή κατασκευαστική τεχνολογία-Το εσωτερικό του παρέπεμπε σε σκηνικό φουτουριστικής ταινίας.

Καλλιτεχνική αξία: Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα Ρασιονολιστικής αρχιτεκτονικής της Ιταλοκρατίας, που χαρακτηρίζεται από λιτότητα και καθαρές γεωμετρικές φόρμες. Το συγκρότημα αποτελείται από ένα κεντρικό πενταώροφο κτήριο, εξαιρετικά μεγάλων διαστάσεων για τα δεδομένα της εποχής, συντιθέμενο από δύο παραλληλεπίπεδους όγκους.

Ιστορική αξία: Αποτελεί τεκμήριο της βιομηχανικής ανάπτυξης που συντελέστηκε στην πόλη της Ρόδου, κατά τις δεκαετίες του 1930-40 από Ιταλούς επιχειρηματίες που κατείχαν το προνόμιο των παραγωγικών δραστηριοτήτων έπειτα από τον αποκλεισμό των Δωδεκανήσιων κεφαλαιούχων.

Αρχαιολογική αξία: Θα ήταν σημαντικό αντικείμενο έρευνας της βιομηχανικής αρχαιολογίας, της επιστήμης που ερευνά τον υλικό και τεχνικό πολιτισμό ως ευρύτερο πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Πολύτιμες θα ήταν οι πληροφορίες που θα προέκυπταν από την πολύπλευρη προσέγγιση (αποτύπωση κελύφους: λεπτομερής περιγραφή μορφής και σύνθεσης με σχέδια και φωτογραφική τεκμηρίωση, καταγραφή-μελέτη του μηχανολογικού εξοπλισμού και των αρχείων). Επίσης, στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του μνημείου που προέκυψε από την κατεδάφιση των χαμηλότερων βοηθητικών κτηρίων του συγκροτήματος, έγιναν δοκιμαστικές τομές που έφεραν στο φως σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα (αρχαίους δόμους, αγάλματα κ.ά).

Αξία τεκμηρίου: Διέθετε έναν από τους καλύτερα σωζόμενους μηχανολογικούς εξοπλισμούς in situ στην Ελλάδα. Η διαδικασία παραγωγής ήταν ευανάγνωστη σε κάθε όροφο και τα μηχανήματα σώζονταν στο σύνολό τους. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός συνίστατο σε μηχανές εποχής εισαγόμενες από Ιταλία και Γερμανία και διέθετε πλήθος μοναδικών ξυλοκατασκευών (χαρμανιέρες και αναβατόρια) φτιαγμένων από ειδικά μετακληθέντες Ιταλούς εργατοτεχνίτες.

Αξία μνήμης- συγκινησιακή αξία: Η αλευροβιομηχανία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μνήμη του ροδιακού λαού. Επί Ιταλοκρατίας, όταν ο Δωδεκανήσιος αγρότης γνώρισε τη συντριβή λόγω των δυσμενών νόμων της εποχής, αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς το αστικό κέντρο της Ρόδου προς εξεύρεση εργασίας, πέφτοντας θύμα εκμετάλλευσης των Ιταλών επιχειρηματιών.

Πολλές είναι οι γενιές Ροδιτών αρτεργατών που έζησαν την παραγωγική δραστηριότητα της αλευροβιομηχανίας. Οι μνήμες είναι νωπές, καθώς η λειτουργία της διακόπηκε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Αξία συμβολισμού: Συμβολίζει τον “εξιταλισμό” της οικονομίας των χρόνων της Ιταλοκρατίας, τον γίγαντα της βιομηχανικής ακμής της Ρόδου και όλα τα στάδια της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εφοπλιστή Επαμεινώνδα Σολούνια. Στους ερειπιώνες του ζωντάνευε η «Ρόδος του βιομηχανικού πολιτισμού».

Αξία τοποσήμου: Αποτελεί το ψηλότερο κτήριο στην περιοχή που σηματοδοτεί την βιομηχανική ζώνη Κόβα και δεσπόζει όπως κάθε αλευρόμυλος σε σημαντικά λιμάνια της Ελλάδος (π.χ.Πειραιάς, Θεσσαλονίκη κ.α.).

Αξία σπανιότητος: Διέθετε έναν από τους πιο σύγχρονους κυλινδρόμυλους, το μοναδικό στα Δωδεκάνησα, με δώδεκα κυλίνδρους. Καθόλη την περίοδο της Ιταλικής Κυριαρχίας διατήρησε την αρχική του χρήση και λόγω της τεχνικής τελειότητάς του υπερέβει τις παραγωγικές απαιτήσεις της εποχής, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των αλευρόμυλων της Λέρου και της Σύμης.

Υλική αυθεντικότης: Το κτήριο ήταν ανόθευτος μάρτυρας της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ρόδου. Δεν είχε υποστεί προσθήκες ή αλλοιώσεις και ο μηχανολογικός εξοπλισμός διασώζονταν ακέραιος. Η κατασκευαστική τεχνολογία της εποχής, λοιπόν, τόσο όσον αφορά στο κέλυφος όσο και στον μηχανολογικό εξοπλισμό ήταν αυθεντική. Τα προβλήματα της παθολογίας, πριν την πυρκαγιά, περιορίζονταν σε δομικά (κατά τόπους οξείδωση του οπλισμού, κυρίως στο μέτωπο προς τη θάλασσα) και σε οικοδομικά (μερικές απώλειες κουφωμάτων, υαλοστασίων, οπτοπλινθοδομών, αποκόλληση των επιχρισμάτων) που οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην έλλειψη συντήρησης, στην έκθεση στις καιρικές συνθήκες και σε βανδαλισμούς.

Ο χαρακτηρισμός του αλευρόμυλου ως βιομηχανικού μνημείου δεν προστατεύει μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά και την αστική τοποθεσία που μαρτυρά μια ιστορική εξέλιξη: την οριοθέτηση της βιομηχανικής ζώνης στην περιοχή Κόβα βάσει του ρυθμιστικού σχεδίου του Florestano di Fausto το 1926. Η αλευροβιομηχανία S.A.M.I.C.A. (Società Anonima Molitoria Industriale Commerci Affini) μαζί με άλλα τέσσερα βιομηχανικά κτήρια: την Ηλεκτρική Βιομηχανία S.I.E.R. (Società Industrie Electriche Rodi), το κτηριακό συγκρότημα των Δημοτικών Σφαγείων «Mattatoio», τις οινολογικές εγκαταστάσεις της Αγροτικής Βιομηχανικής Εταιρείας Ρόδου C.A.I.R. (Compagnia Agricola Industriale Rodi), το βιομηχανικό συγκρότημα καλλιτεχνικής Ρόδιο-Ανατολίτικης Κεραμουργίας I.C.A.R.O (La Società Industria Ceramiche Artistiche Rodio–Orientali), και πλήθος κτηριών συνοδείας (αποθήκες, ξυλουργεία, σιδηρουργεία κ.ά.) συνέθεταν το βιομηχανικό τοπίο της περιόδου της Ιταλοκρατίας.



Νομοθεσία:

Ο αρχαιολογικός νόμος Ν.3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» προβλέπει στο άρθρο 41 (παρ.1-3) για την προστασία των ετοιμόρροπων μνημείων μεταγενέστερων του 1453 τη συγκρότηση πενταμελούς Επιτροπής που ελέγχει την κατάστασή τους και προτείνει μέτρα. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου,προβλέπεται ότι όταν κρίνεται αναγκαία η κατεδάφιση ενός μνημείου που ο ιδιοκτήτης το έχει εσκεμμένα καταστήσει ή το έχει αφήσει να καταστεί ετοιμόρροπο, επιτρέπεται η ανέγερση νέας οικοδομής, μόνον εφόσον έχει το πολύ τον ίδιο όγκο και ωφέλιμη επιφάνεια με αυτό.

Αξίζει να σχολιαστεί ότι τέτοια επιτροπή δεν συστάθηκε από το ΥΠ.ΠΟ. καθώς ο νόμος δεν διευκρινίζει αν τα ετοιμόρροπα μνημεία πρέπει να είναι χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα. Ετσι, έκθεση αυτοψίας συνέταξε η Επιτροπή Ελέγχου επικίνδυνων-ετοιμόρροπων οικοδομών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας που έκρινε το κτήριο «ως στατικά ανεπαρκές, που χρήζει άμεσης ενίσχυσης και αποκατάστασης». Σε περίπτωση που μελλοντικά κριθεί αναγκαία η κατεδάφιση του μνημείου, ο ιδιοκτήτης δεν δικαιούται να ανεγείρει νέα οικοδομή με τον ίδιο όγκο και ωφέλιμη επιφάνεια αν το κτήριο προηγουμένως δεν χαρακτηριστεί ως διατηρητέο από το ΥΠ.ΠΟ. Συμπληρώνοντας τα νομοθετικά άρθρα που εμπίπτουν στην εν λόγω περίπτωση, σημειώνεται ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση ή εργασία στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο (Ν.3028/2002,άρθρο 6 παρ.7).



Τι μέλλει γενέσθαι:

Η κατάσταση διατήρησης στην οποία βρίσκεται το μνημείο μετά από την οχτάωρη πυρκαγιά στο εσωτερικό του είναι κακή και εκφράζεται κίνδυνος ετοιμορροπίας, δεδομένου ότι ήδη υπήρχαν προβλήματα παθολογίας που επιδεινώθηκαν με την πυράκτωση του δομικού σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα και την απώλεια των οριζόντιων ξύλινων διαφραγμάτων.

Το κτήριο της αλευροβιομηχανίας βρίσκεται σε διαδικασία κήρυξης ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το μέλλον του μνημείου θα κριθεί από την αρνητική ή θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων προς τον Υπουργό Πολιτισμού. Πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς, η θετική γνωμοδότηση του ΚΣΝΜ θα θεωρούταν σχεδόν βέβαιη, καθώς το μνημείο διέθετε τις αξίες που το καθιστούσαν διατηρητέο και υπήρχε συναίνεση από τη φερόμενη ιδιοκτήτρια εταιρεία. Μετά την πυρκαγιά τίποτε δεν είναι σίγουρο, παρά την συναίνεση του ιδιοκτήτη που εξακολουθεί να έχει λόγους να κριθεί διατηρητέο (Η κήρυξή του ως Διατηρητέο Μνημείο θα του εξασφάλιζε χρηματοδότηση του  σε ποσοστό έως και 60% της επένδυσης μέσω του αναπτυξιακού επενδυτικού νόμου 3299/2004 που προβλέπεται σε αποκαταστάσεις διατηρητέων κτιρίων για τη μετατροπή τους σε ξενοδοχείο- Η μη κήρυξη, σε συνδυασμό με την στατική ανεπάρκεια θα επέφερε την κατεδάφιση και τη μείωση του συντελεστή δόμησης για το νέο οικοδόμημα).

Η απόφαση του ΚΣΝΜ είναι δύσκολη, καθώς το κτήριο με την πυρκαγιά έχασε πολλές από τις αξίες που διέθετε. Τώρα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δεοντολογικά και θεωρητικά προβλήματα και η απόφαση θα παρθεί έπειτα από τη συνεκτίμηση των επιπτώσεων της κήρυξης του κτηρίου ως διατηρητέο με την υπάρχουσα επιβαρυμένη κατάσταση διατήρησής του. Η θετική γνωμοδότηση θα επέβαλλε τη διατήρηση του κελύφους, που θα συνοδευόταν αναγκαστικά από εκτεταμένες βαριές επεμβάσεις ενίσχυσης και αυστηρό έλεγχο της μελέτης αποκατάστασης που να συντείνει στην κατεύθυνση διατήρησης της ταυτότητας του μνημείου.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι το μνημείο δεν γίνεται να χαρακτηριστεί διατηρητέο και έπειτα να κατεδαφιστεί και να ανακατασκευαστεί. Είναι μια πρακτική που αντιβαίνει στις αρχές της αναστήλωσης μνημείων που βασίζονται στο «σεβασμό της αρχικής υπόστασης και των αυθεντικών στοιχείων» όπως προβλέπονται από τη Χάρτα της Βενετίας (1964, άρθρο 9). Η εκτετεταμένη ανακατασκευή παραμερίζει τις θεωρητικές αρχές και δίνει έμφαση στη διατήρηση μεταβιβαστών αξιών όπως της αισθητικής, της καλλιτεχνικής και του τοπόσημου. Ταυτόχρονα, χάνονται αξίες που δεν είναι μεταβιβαστές, όπως είναι η ιστορική, η αρχαιολογική, του τεκμηρίου, της σπανιότητος και της αυθεντικότητος. Με την ανακατασκευή το κτήριο δε θα μαρτυρά την αρχική κατασκευαστική του δομή και δεδομένου ότι θα μετατραπεί σε ξενοδοχειακή μονάδα, δε θα διατηρήσει την τυπολογία της κάτοψης και των όψεων (η αλλαγή χρήσης θα αλλοιώσει την εσωτερική διάρθρωση, αλλά και την όψη καθώς ο δεύτερος παραλληλεπίπεδος όγκος των σιλό που είναι τυφλός θα αποκτήσει ανοίγματα). Ασφαλώς εάν το κτήριο διεσώζονταν στην αρχική του μορφή, οι προαναφερθείσες αλλαγές θα ήταν επιτακτικές για την επανάχρησή του, όμως θα είχαμε τουλάχιστον διατηρήσει την αξία της αυθεντικότητος σε ένα μεγάλο βαθμό, θα είχαμε εξασφαλίσει τη διάσωση του μνημείου και την επανένταξή του στη ζωή της πόλης.

Από τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι το ανακατασκευασμένο κτήριο δε θα έχει τη σχέση Αυθεντικού-Αντίγραφο με το προϋπάρχον μνημείο και θα χάσει και άλλες αξίες που είναι κατά περίπτωση μεταβιβαστές, όπως είναι η συγκινησιακή αξία, η αξία της μνήμης και του συμβολισμού. Η «ανακατασκευή» του κτηρίου εκ βάθρων έρχεται, λοιπόν, σαφώς σε ρήξη με την ταυτόχρονη κήρυξή του ως διατηρητέο. Δεν ανακτάται ούτε η ταυτότητα του μνημείου ούτε ξανακερδίζεται ο χαρακτήρας της περιοχής. Επιπρόσθετα, δημιουργείται κακό προηγούμενο που ανοίγει τις ορέξεις της «αστικής ανάπτυξης» των κτηματομεσιτών, που αφενός θα καρπώνουν τις επιδοτήσεις των διατηρητέων μνημείων και αφετέρου θα κατασκευάζουν παραλλαγμένα τα μνημεία με χαμηλότερο κόστος (είναι γνωστό ότι το κόστος εφαρμογής σύγχρονων τεχνικών συντηρήσεων σε παραδοσιακές κατασκευές ανέρχεται στο διπλάσιο από το κόστος της ανακατασκευής).

Επίμετρο

Η Ρόδος μετατόπισε το βάρος της οικονομικής της ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1960 στην τουριστική βιομηχανία με κύριο «προϊόν» τον πολιτισμό και τη φυσική ομορφιά που διαθέτει. Είναι χρέος όλων μας όχι μόνο να εκμεταλλευόμαστε τα πολιτιστικά μας αγαθά για την προσέλκυση των τουριστών, αλλά και να τα προστατεύουμε συμβάλλοντας στη διατήρηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Ευοίωνη χαρακτηρίζεται η πρόθεση ίδρυσης ενός μουσείου νεότερης ιστορίας της Δωδεκανήσου στη Ρόδο, όπου θα ήταν προτεινόμενη η ύπαρξη ξεχωριστής πτέρυγας για τη βιομηχανική ακμή των χρόνων της Ιταλοκρατίας αλλά και η συγκρότηση ενός αρχείου ιταλικών σχεδίων.


A(1): Αλευροβιομηχανία S.A.M.I.C.A. (Società Anonima Molitoria Industriale Commerci Affini, 1938).

Β(1), Β(2): Τα βοηθητικά κτήρια του συγκροτήματος κατεδαφίστηκαν τον Ιούλιο του 2006.

C(1), C(2), C(3), C(4): Διέθετε έναν από τους καλύτερα σωζόμενους μηχανολογικούς εξοπλισμούς in situ στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου